|
Ἄρχων Πρωτοψάλτης τῆς Μ.τ.Χ.Ε.
(1864-1942)
|
Ἡ λογογραφικὴ ἀπεικόνισις, ἡ ἐξιστόρησις τῆς προσωπικότητος ἢ καλλιτεχνικῆς ἀξίας τοῦ μακαριστοῦ Ἰακώβου ἐπικαλουμένου Ναυπλιώτου καθὼς καὶ ἡ συμβολή του στὴν καθόλου ψαλτικὴ τέχνη εἶναι ἐγχείρημα δύσκολο γιὰ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος θὰ τὸ ἐπιχειρήσῃ.
Τὸ ἐν λόγῳ δημοσίευμα ἀφ' ἑνὸς ἀποτελεῖ καὶ πρέπει νὰ ἀποτελῇ μνημόσυνο αἰώνιο τοῦ ἀειμνήστου Ἰακώβου Ναυπλιώτου Α.Π.Μ.Χ.Ε. (Ἄρχοντα α΄ ψάλτου τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας), τοῦ μοναδικοῦ ἐκ τῶν Ἀρχόντων α΄ψαλτῶν ὁ ὁποῖος φέρει τὸν λαϊκὸ τιμητικὸ τίτλο «ὁ μεγαλοπρεπὴς», λόγῳ τοῦ ὅτι καταξιώθηκε στὴν συνείδηση ἅπαντος τοῦ Χριστεπωνύμου πληρώματος ἐπαϊόντων καὶ μή, ἀφ' ἑτέρου συμβάλει στὴν διαιώνιση τῆς ψαλτικῆς τέχνης, οὕτως ὥστε νὰ μᾶς δίνεται ἡ δυνατότης νὰ ὁμιλοῦμε περὶ μιᾶς ἐξαιρετικῆς μορφῆς στὸ μουσικὸ πάνθεον τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐπίσης γιὰ ἕναν ἀκόμη συνεκτικὸ κρίκο στὴν ἀλυσίδα τοῦ μεγαλειώδους παρελθόντος τῆς Βυζαντινῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς μὲ τὴν ἐποχή του.
Ὁ Ἰάκωβος Ναυπλιώτης γεννήθηκε στὴν νῆσο τῶν Κυκλάδων Νάξο τὸ ἔτος 1863 καὶ ἀπέθανε στὸ προάστιο τῶν Ἀθηνῶν, Ψυχικὸ στὶς 5 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1942.
Τὸ ὄνομα Ναυπλιώτης προϊδεάζει γιὰ την ἀπώτερη καταγωγὴ τῆς οἰκογένειας ἀπὸ τὸ Ναύπλιο, δὲν συμβαίνει ὅμως αυτό. Τὸ πραγματικὸ ὄνομα εἶναι Ἀναπλιώτης καὶ προέρχεται ἐκ τῆς πόλεως Ἀνάπλους τῆς Προποντίδος. Ἡ οἰκογένεια διατηροῦσε στὴν Νάξο τὸν τύπο Ἀναπλιώτης μέχρι τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ προπερασμένου αἰῶνος. Ὁ πρῶτος ὁ ὁποῖος καὶ τὸ μετέτρεψε σὲ Ναυπλιώτης ἦταν ὁ Ἀναστάσιος Ἀναπλιώτης – Ναυπλιώτης Φιλικὸς καὶ ἀπὸ τοὺς πρωτεργάτες καὶ χορηγοὺς τοῦ Ἀγῶνα τοῦ 1821 στὴν Νάξο.
Σὲ ἡλικία ἑπτὰ (7) ἐτῶν μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ καλλιφωνία του καὶ προσελήφθη ὡς κανονάρχης στὸν ἱ. ν. τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ὅμως ἡ φήμη του συνετέλεσε ὥστε νὰ προσληφθῇ τὸ ἔτος 1878 ὡς κανονάρχης στὸν Πατριαρχικὸ Ναό.
Ὑπῆρξε ἀκουστής πρὶν χειροθετηθῇ κανονάρχης, τοῦ Ἱ. Βυζαντίου καὶ Κ. Βυζαντίου, Γ. Ραιδεστηνοῦ τοῦ Β΄ α΄ ψάλτου, Γ. Βιολάκη Α.Π.Μ.Χ.Ε (θείου του καὶ ὄχι πενθεροῦ του) καὶ Ν. Στογιάννη Λ.Μ.Χ.Ε. Αὐτοὶ πάντες ἤκμασαν περὶ τὸ ἔτος 1800 καὶ ηὐτύχησαν νὰ ἀκούσουν τὸν α΄ ψάλτην Δανιὴλ τοῦ ἀπὸ Τυρνάβου, α΄ψάλτην Ἰάκωβον Γιακουμάκη, Πέτρον Βυζάντιον τὸν φυγάδα καὶ Γρηγόριον Λευΐτην α΄ψάλτην τῆς Μ.Χ.Ε.
Διεξῆλθε ὅλα τὰ στάδια τὴς μουσικῆς ἱεραρχίας δηλαδὴ κανονάρχης (1878-1881), β΄ δομέστικος (1881-1888), α΄ δομέστικος (1888-1905), Λαμπαδάριος (1905-1911), α΄ ψάλτης (1911-1939) ἐπὶ πατριαρχείας Ἰωακεὶμ τοῦ Γ΄.
Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ ἔτους 1939 ἀφοῦ ἐσημείωσε τὴν πρωτοφανὴ ἐπίδοση ἑξήκοντα ἐτῶν συνεχοῦς ὑπηρεσίας στὸν μουσικὸ βωμὸ τῆς ἐκκλησίας, στὸν Πάνσεπτο Πατριαρχικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ἀφοῦ εἶδε νὰ ἀνέρχονται διαδοχικῶς στὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο δέκα τέσσερις (14) Πατριάρχες παρεχώρησε τὴν θέση του στὸν τότε Ἄρχοντα Λαμπαδάριο τῆς Μ.Χ.Ε. Κ. Πρίγγο.
Εἰς ἐπιβράβευση τῶν ὑπηρεσιῶν του ὁ τότε Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βενιαμὶν ὁ Α΄ προκειμένου νὰ τιμήσῃ τὸν καλὸ Χριστιανό, τὸν ἐκλεκτὸ καλλιτέχνη, ἀλλὰ καὶ ἐξαιρετικὸ συγχρόνως ἄνθρωπο, τὸν ὀνόμασε δι' εἰδικοῦ Πατριαρχικοῦ πιττακίου «ἐπίτιμο α΄ ψάλτη τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας». Βεβαίως αὐτοὶ ὑπῆρξαν τυπικοὶ θὰ λέγαμε τίτλοι γιὰ τὸν Ἰάκωβο, ὁ ὁποῖος στὴν λαμπρὴ σταδιοδρομία του καταξιώθηκε αὐτοδικαίως στὴν συνείδηση τοῦ λαοῦ, ὥστε νὰ τοῦ ἀποδοθῇ ὅπως καὶ προαναφέραμε, ὁ λαϊκὸς τίτλος «ἄρχων α' ψάλτης Ἰάκωβος ὁ Μεγαλοπρεπὴς, μὲ τὸν ὁποῖο καὶ εἰσῆλθε στὴν Ἱστορία.
Ὁ Ἰάκωβος ὑπῆρξε ἡγεμονικὸς κατὰ τὴν μορφὴ καὶ ὡς πρὸς τὸ δέμα, ἐπίσης διεκρίνετο γιὰ τὴν καλωσύνη του καὶ τὴν ἀγαθότητά του, πρέπει δὲ νὰ ὑποθέσουμε ἐκ τῶν χαρακτηριστικῶν του, ἀπὸ μιὰ σπάνια φωτογραφία, νὰ ἦτο κλειστὸς καὶ μελαγχολικὸς τύπος.
Ὅταν ἔψαλλε παρέμενε συνεχῶς ἀκίνητος ἄνευ κινήσεων καὶ ἀποκρουστικῶν μορφασμῶν. Ἦταν λαμπάδα ἀπὸ καθαρὸ κερὶ πάνω στὴ μουσικὴ λυχνία τὴς Ἐκκλησίας, τό τετριμένο βελούδινο στασίδι τοῦ Πατριαρχικοῦ ἀναλογίου, τὸ ὁποῖο ἀνέδιδε τὴν διαφάνεια καὶ τὸ χρῶμα τοῦ ἀμέθυστου.
Διέθετε φωνὴ λυρικοῦ βαρύτονου μεγάλης ἀξίας, μεταλλικὴ καὶ γλυκυτάτη ἀνδροπρεπὴ με συμπαθὲς τρέμουλο, εὐλύγιστη καὶ τελικῶς φωνὴ σωστή, ἡ ὁποία θὰ πρέπῃ νὰ γίνῃ ἀντικείμενο ἐρεύνης ἀπὸ εἰδικοὺς τῆς φωνῆς καὶ τῆς τεχνικῆς της ὅσον καὶ τοῦ ἤχου καὶ τῆς ἐκφραστικότητάς της. Διεκρίνετο τέλος, για τὸ ἀρχαιοπρεπὲς καὶ ἰδιαίτερο προσωπικὸν του ὕφος.
Ἐπὶ πατριαρχείας Γερμανοῦ τοῦ Ε΄(1913-1918) ἐνετάλει ὁ Ἰάκ. Ναυπλιώτης νὰ ψάλῃ σειρὰ ὕμνων μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τὸ περίφημο τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, τοὺς ὁποίους ὁ ἐκκλ. μουσικὸς σύλλογος ORFEON κατέγραψε καὶ ἀπαθανάτισε τὴν φωνή του σὲ δίσκους γραμμοφώνου.
Ὡς α΄ δομέστικος ἐδίδασκε τακτικῶς ἐκκλ. μουσικὴ στὴν ἁκμάζουσα ὑπὸ τῆς διεύθυνσης τοῦ Μέγα Πρωτεκδίκου τῆς Μ.Χ.Ε. Γ. Ι. Παπαδοπούλου Πατριαρχικὴ Μουσικὴ Σχολὴ τοῦ Ἐκκλ. Μουσικοῦ Συλλόγου. Ἐξέδωκε τὸ ἔτος 1884 εἰς Κωνσταντινούπολη ὄντας α΄ δομέστικος τῆς Μ.Χ.Ε. εἰς τόμους 2 τὴν φόρμιγγα ἥτοι συλλογὴ ᾀσμάτων καὶ ᾠδῶν τῶν μὲν μετενεχθέντων ἐκ τῆς Εὐρωπαϊκῆς μουσικῆς γραφῆς εἰς τὴν καθ' ἡμᾶς ἐκκλησιαστικὴν, τῶν δὲ πρωτοτύπων ὅλως αὐτὰ πρὸς χρήσιν τῶν Δημοτικῶν σχολείων καὶ παντὸς φιλομούσου. Ἐδημοσιεύθη ὑπὸ τοῦ ἰδίου εἰς τὸ παράρτημα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἀληθείας τεῦχος 2 σ. 68-75 (1η Ἰουνίου 1900) «ἡ σύγκρισις τῆς Ἀραβοπερσικῆς μουσικῆς πρὸς τὴν ἡμετέραν Ἐκκλησιαστικὴν ὑπὸ Παν. Χαλάτζογλου ἐργασία τοῦ ἐν τοῖς Πατριαρχείοις ἑδρεύοντος καὶ δυνάμει ὑψηλῆς κυβερνητικῆς ἀδείας λειτουργοῦντος ἐκκλησιαστικοῦ Μουσικοῦ Συλλόγου».
Ἐξέδωκε ἐπίσης τὸ ἔτος 1899 ὡς Δομέστικος εἰς Κων/πολιν μετὰ τοῦ δομεστίκου Κ. Κλάββα εἰς τόμους 2 τὸ Δοξαστάριο Π. Πελ/νησίου «ἐξηγηθὲν πιστῶς ἐκ τὴς ἀρχαίας εἰς τὴν καθ’ ἡμᾶς γραφὴν ὑπὸ τοὺ α΄ ψάλτου τῆς Μ.Χ.Ε. Γ. Βιολάκη τοῦ ἀρχαίου μέλους ἀδιαφθόρως διαφυλαχθέντος, νῦν τὸ πρῶτον ἐγκρίσει καὶ ἀδείᾳ τῆς Αὐτοῦ Θειωτάτης Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Κων/νου Ε΄». Τὸ ἔργο αὐτὸ ἔτυχε καὶ τυγχάνει ἕως σήμερον θερμῆς ὑποδοχῆς ὑπὸ τοῦ ἱεροψαλτικοῦ κόσμου καὶ ἰδίᾳ ὑπὸ τῶν μουσικολόγων.
Ὁ Ἰάκωβος Ναυπλιώτης ὑπὴρξε ἀναμφιβόλως τὸ ἱεροψαλτικὸ καύχημα τῆς Μ.Χ.Ε. καὶ τὸ ὡσαννὰ τῶν ψαλτῶν. Κατὰ τὴν Σοφίαν Σειρὰχ «κατέλιπεν ὄνομα, ἐκδιηγήσασθαι ἐπαίνους». Ἀνήκει εἰς τὴν οἰκουμένην ὁλόκληρον, πρόκειται δήλα περὶ οἰκουμενικῆς προσωπικότητας τοῦ ἄσματος ἐν γένει.
Ἦτο μοναδικὸς καὶ ἀναντικατάστατος, λόγῳ τῶν φυσικῶν του προσόντων δηλαδὴ τῶν φωνητικῶν, ἐπηρεάζει τὴν κρίση τοῦ συνόλου τῶν ἀκροατῶν του, οἱ ὁποῖοι ἐσχημάτιζαν ἀπόψεις καὶ πεποιθήσεις ἀκόμη, οἱ ὁποῖες ἐλάμβαναν μορφὴ ἀνάλογη τῆς μορφώσεως, τοῦ πνευματικοῦ καὶ πολιτιστικοῦ ἐπιπέδου ἑνὸς ἑκάστου ἐξ’ αὐτῶν, καὶ ὄχι πάντοτε στερούμενες μεροληψίας καὶ προσωπολατρείας. Ἀκόμα καὶ οἱ ἁπλοὶ αὐτήκοοι τοῦ Ἰακώβου διὰ μιᾶς κινήσεως ἢ ἐκφράσεως ἢ μονολεκτικῶς ἐξέφραζαν τὰ περὶ αὐτοῦ καὶ οἴκτειραν τὸν διάδοχό του, ὁ ὁποῖος δὲν ἀνεφαίνετο καὶ μᾶλλον δὲν ἀνεφάνη ὣς σήμερα. Πάντως γιὰ τὴν τάξη τοῦ πράγματος ὀφείλουμε νὰ ὁμολογήσουμε, ὅτι ἐγγύτερον αὐτοῦ ὡς πρὸς τὸ ὕφος θεωρεῖται ὁ Κων. Πρίγγος.
Τὴν 5η Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1942 ἀπ’ τὸ προάστειο τῶν Ἀθηνῶν Ψυχικό, ὅπου καὶ ἡσύχαζε, ἀπεδήμησε ὁ Ἰάκωβος πρὸς Ἐκεῖνον τὸν Ὁποῖο τόσο μελωδικῶς ὑμνολόγησε καθ’ ὅλον τὸν βίον του, αὐτὸς ὁ ἀμίμητος ἑρμηνευτὴς καὶ γλυκύφθογγος ψαλμωδός. Ἐτάφη στὸ Α΄ Νεκροταφεῖο Ἀθηνῶν, στὸ 9ο τμῆμα ἀριθμὸς 42.
Ὁ θρύλος του θὰ μείνει ἀθάνατος, διότι ἀφῆκε πλῆθος ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἐγνώρισαν τὴν δόξα του καὶ οἱ ὁποῖοι ἀπὸ πολλοῦ ἤδη τὸν νοσταλγοῦν.
Αὐτὰ λοιπὸν μὲ φορέα τὶς πτέρυγες τῆς παραδόσεως θὰ φροντίσουν νὰ ζήσει ἡ μνήμη του εἰς τὸ διηνεκές, τὴν ὁποία οἱ φιλέορτοι ὅλων τῶν ἑπομένων αἰώνων θὰ γεραίρουν καὶ θὰ τὴν συνοδεύουν μὲ ἀγάπη, σεβασμό, ἐκτίμηση καὶ θαυμασμό.
Θεόδωρος Β. Βασιλείου
Πρωτοψάλτης –Καθηγητὴς Ἑλ. Μουσικῆς
Ἠχογραφήσεις
Κων/λη 1913-14: «Ἤδη βάπτεται κάλαμος...» (ἦχος πλ. δ΄)
Κων/λη 1913-14: «Σήμερον κρεμᾶται...» (ἦχος πλ. β΄)
Κων/λη 1913-14: «Τῇ Ὑπερμάχῳ..., Χαῖρε Νύμφη...» (ἦχος πλ. δ΄)
Κων/λη 1913-14: «Τὸ προσταχθὲν... Ἀλληλούϊα» (ἦχος πλ. δ΄)
Κων/λη 1913-14: «Α΄ Ἑωθινὸν (ἦχος α΄)
Κων/λη 1913-14: «Τῷ Σωτῇρι Θεῷ ... Ἐκύκλωσέ με... Σὲ τὴν ὑπὲρ νοῦν...» (ἀργὲς -ἦχος πλ. α΄)
|