Σελίδα 3 από 4
Γ. ΔΗΜΟΤΙΚΗ
Ἐκφράζεται διὰ τῶν Δημωδῶν ἀσμάτων ἢ Δημοτικῶν τραγουδιῶν καὶ διχοτομεῖται εἰς αὐτὰ α) τῆς ὑπαίθρου καὶ β) τῶν ἄστεων ἢ τῶν πόλεων τὰ καὶ Ρεμπέτικα καλούμενα.
Λέγοντες «Δημοτικὰ ᾄσματα», παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι σημαίνει, ὅτι καὶ «Λαϊκὰ ᾄσματα» ἐν τοῦτοις δὲν ἐννοοῦμεν ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ᾄδει σήμερον ὁ Ἑλληνικὸς Λαός, τὰ σύγχρονα καὶ ἐπηρεασμένα μορφολογικῶς ἐκ τῆς συγχρόνου Λογίας Ποιήσεως καὶ συνθεμένα διὰ συγχρόνου μουσικῆς, ἀλλὰ ἐκεῖνα τῶν ὁποίων ἡ ποίησις εἶναι διατυπωμένη εἰς λαϊκὴν γλώσσαν καὶ τῶν ὁποίων οἱ ποιηταὶ εἶναι ἄγνωστοι καὶ ἡ στιχουργία καὶ ἡ μουσικὴ των προέρχεται ἀπ' εὐθείας ἐκ τοῦ Βυζαντίου. Τὰ ᾄσματα αὐτά, τῶν ὁποίων τὸ μεγαλύτερο μέρος ᾄδεται καὶ χορεύεται ὅπως καὶ τὰ χορικὰ τῶν Ἀρχαίων Ἑλληνικῶν Θεατρικῶν ἔργων, δὲν ἔφθασαν μέχρι τῶν ἡμερῶν μας διὰ μέσῳ χειρογράφων καὶ ἑτέρων ἐντύπων, ἀλλὰ διατηρήθησαν εἰς τὴν μνήμην τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ κατὰ τὸ μακρὺ χρονικὸ διάστημα τῆς δουλείας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους καὶ ἀνεφύησαν αὐθορμήτως ἐντὸς τοῦ φυσικοῦ των κλίματος, ἐκείνου τῆς Βυζαντινῆς Παραδόσεως.
Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον λοιπὸν δὲν ἦσαν μόνον ἡ μορφολογία των, ἡ στιχουργία των καὶ ἡ μουσική των γνησίως Βυζαντινὴ καὶ δὲν ὑπῆρχον εἰς αὐτὰ μόνον πολλὲς ἀπηχήσεις Παλαιῶν Βυζαντινῶν Τραγουδιῶν, ἀλλὰ καὶ εἰς ἐνίας περιπτώσεις διασκευαί των, δηλαδὴ προσαρμογὴ τοῦ παλαιοῦ τραγουδιοῦ ἐπὶ νεωτέρων ᾀσμάτων. Περὶ τὰ εἴκοσι πέντε χιλιάδες τραγούδια μᾶς ἐκληροδότησε ἡ ἀναλλοίωτος ποιητικὴ διάθεσις τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ. Αἱ αὐτοσχέδιαι μοιρολογήτραι τοῦ Ὁμήρου, οἱ λαϊκοὶ ποιηταὶ τῶν Διονυσιακῶν ἑορτῶν, οἱ ἀνώνυμοι ραψωδοὶ τοῦ Ἀκριτικοῦ κύκλου, μεταλαμπάδευσαν τὴν λανθάνουσα κληρονομικὴν παρακαταθήκην, ἡ ὁποία ἐβλάστησεν αἰφνιδίως μεθ' ὅλης τῆς ἐαρινῆς ἀνθοφορίας της ἐντὸς βαρέως χειμῶνος Ἐθνικῆς δουλείας.
Δημοτικὸ τυγχάνει τὸ Δημῶδες, τὸ ἐκ τοῦ λαοῦ προερχόμενο, τὸ ἀρέσκον εἰς τὸν λαόν. Πανάρχαια βεβαίως καὶ γνησίως Ἑλληνικὴ ἡ ἔννοια τοῦ Δήμου, τοῦ λαοῦ, τῶν ἐλευθέρων πολιτῶν, τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος, ἡ ὁποία πρωτοϋπῆρξεν εἰς τὴν Ἀρχαίαν Ἑλλάδα. Κυρίως ὅμως ἡ λέξις «τραγούδι» μαρτυρεῖ τὴν προέλευσιν τῶν Δημοτικῶν τραγουδιῶν ἐκ τοῦ βάθους τῶν αἰώνων. Σημαίνει κυρίως ποίημα τὸ ὁποῖο ψάλλεται καὶ συνήθως χορεύεται, ἐτυμολογικῶς δὲ προέρχεται ἐκ τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς λέξεως «τραγωδία». Πιθανότατα νὰ ἔλαβε τὴν σημασίαν της ἐκ τῶν χορικῶν τῶν τραγωδιῶν, τὰ ὁποῖα ἐψάλλονταν καὶ ἐχορεύονταν καὶ ἐν τέλει κατήντησε νὰ σημαίνη ἁπλῶς τὸ ποίημα, τὸ ὁποῖο ψάλλεται καὶ συνήθως χορεύεται.
Μεγάλη ἡ καλλιτεχνική των ἀξία καὶ ἡ ἱστορικὴ καὶ ἐθνολογικὴ σημασία των. Καὶ λέγομεν ἱστορικὴ καὶ ἐθνολογική, διότι ἡ ὑφισταμένη σχέσις μεταξὺ τῆς μορφολογίας τῆς Δημοτικῆς καὶ τῆς Βυζαντινῆς μουσικῆς καὶ τῆς δευτέρας μετὰ τῆς Ἀρχαιοελληνικῆς καταδεικνύει πὼς ἡ μορφολογικὴ παράδοση, ὅσον κι’ ἂν διῆλθεν διάφορα στάδια, δὲν ἀπωλέσθη, ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ νὰ ὑφίσταται ζῶσα ἀπὸ τῆς Ἑλληνικῆς Ἀρχαιότητος ἕως σήμερον, πρόκειται δὲ διὰ μίαν πολυσύνθετον καὶ αὐθεντικὴν γλώσσαν, ἡ ὁποία εἶναι κλείδα κατανοήσεως τοῦ βαθύτατου νοήματος τῶν ἐκδηλώσεων τοῦ Λαϊκοῦ μας Πολιτισμοῦ.
Τὰ Δημοτικὰ τραγούδια ἐδημιουργήθησαν εἰς τὸ Βυζάντιο εἰς ἐποχὴν πολὺ παλαιὰν καὶ ἐξακολούθησαν νὰ καλλιεργοῦνται ἀκόμη κατὰ τὴν Τουρκικὴν δουλείαν καὶ πολὺ μετὰ καὶ ἀπὸ τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους. Κατατάσσονται εἰς διαφόρους κατηγορίας ἀναλόγως τοῦ εἰδικοῦ περιεχομένου των, ὁ καθορισμὸς τῶν ὁρίων ἀνάμεσα εἰς τὰς διαφόρους κατηγορίας δὲν εἶναι ὑπόθεσις εὔκολος, διότι ὑπάρχει ὁ δανεισμὸς στοιχείων τῆς μιᾶς κατηγορίας ἐκ τῆς ἄλλης. Τὰ Δημοτικὰ ᾄσματα τῆς Κωνσταντίνου Πόλεως καὶ τῆς Σμύρνης ἐπλούτισαν τὴν μουσικὴν παράδοσιν τῶν νήσων τοῦ Ἀρχιπελάγους, μετὰ δὲ τὸ ἔτος 1922 ἀπετέλεσαν τὰς μουσικὰς μήτρας ἐντὸς τῶν ὁποίων ἐκυοφορήθησαν καὶ ἐγεννήθησαν τὰ Δημοτικὰ τραγούδια τῶν πόλεων, τὰ ὁποῖα καὶ Ρεμπέτικα ἀποκαλοῦνται.
Ρεμπέτικα λοιπὸν καλοῦνται τὰ Λαϊκὰ Ἑλληνικὰ ᾄσματα τοῦ προηγούμενου αἰῶνος καὶ ἀποτελοῦν πτυχὲς τοῦ μουσικοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὁ ὁποῖος φέρει τὰς ἀρχάς του εἰς τὸν Ἀρχαιοελληνικὸν Πολιτισμόν. Ρεμπέτικο τραγούδι καὶ Ρεμπέτες, ὄροι οἱ ὁποῖοι ἀνεφύησαν εἰς τὸν προηγούμενον αἰῶνα τὸν ἀπησχόλησαν καὶ πιστεύω ὅτι θὰ ἀπασχολήσουν καὶ τὸν νῦν. Ρεμπέτης ἢ Ρεμπέτας εἶναι ἐπίθετον τῆς Δημοτικῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης καὶ ἑρμηνεύεται ὡς α) ὁ ἄσωτος, ὁ ἀλήτης κατὰ κυριολεξίαν καὶ κατὰ μεταφορὰν τὸ παλληκάρι β) ὁ ρεμπεσκιὲς δηλαδὴ ὁ ἀχαΐρευτος, ὁ τεμπέλης καὶ γ) ὁ ρέμπελος, ὁ αὐταρχικός, ὁ ἀργόσχολος, ὁ ἀνυπότακτος, ὁ ἀκατάστατος. Τὸ ἔτος 1922, μετὰ τὴν βιαίαν ἀπομάκρυνσιν ἐκ τῆς γενετείρας τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἰωνίας καὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τὴν καταφυγήν των εἰς τὴν Μητροπολιτικὴν Ἑλλάδα ὡς πρόσφυγες, ἐχρησιμοποιήθη εὐρέως ὡς προσδιοριστικὸς ὄρος τοῦ ἀτάκτου Ἕλληνος, καὶ ἀκολούθως ἐξ αὐτοῦ προῆλθον οἱ ὄροι Ρεμπέτικο τραγούδι, χορός, κ.λπ., ὡς προσδιοριστικὰ τῆς Ρεμπέτικης συμπεριφορᾶς εἰς τὴν οἰκογένειαν καὶ εἰς τὴν κοινωνικὴν ζωήν.
Ἡ ὑψηλὴ κοινωνία τῶν μεγαλουπόλεων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ἐχρησιμοποιοῦσε τὸν ὄρον Ρεμπέτη, ὡς σκοπτικὸ τῶν προσφύγων, ἐνῷ ὅμως αὐτὸς ἐσήμαινε τὸν ἀδικημένον ἐπαναστάτην. Αὐτὴ βεβαίως εἶναι ἡ θέσις τῆς λεγομένης ὑψηλῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία ποτὲ δὲν κατόρθωσε νὰ ὑποτάξῃ τὸ φρόνημα τῶν προσφύγων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῶν Ρεμπετῶν εἰς τὸ εἰδικό της διεφθαρμένο ἦθος.
Ὑπῆρχαν οἱ πραγματικοὶ Ρεμπέτες καὶ οἱ ἀποκαλούμενοι «τζάμπα Ρεμπέτες», οἱ ὁποῖοι ἦσαν ὡς φαίνεται, Ρεμπέτες μόνον διὰ τὴν σύνθεσιν τραγουδιῶν καὶ «ὄχι διὰ τὴν ἐν γένει οἰκογειακὴν καὶ κοινωνικὴν συμπεριφορά των, διότι ἡ ρεμπέτικη συμπεριφορὰ ἦτο στάσις βίου ὁλοκλήρου».
Ἐδιακρίνοντο οἱ Ρεμπέτες διὰ τὴν εὐθύτητα τοῦ χαρακτῆρος των καὶ διὰ τὴν ἀπέχθειάν των ἔναντι τῆς προδοσίας, τὴν ὁποίαν ἀποκαλοῦσαν «ρουφιανιά» ὄρος ὁ ὁποῖος παρατηρεῖται καὶ εἰς τὰ ρεμπέτικα ᾄσματα, ὅπως «ρουφιανιὰ Καπετανάκη ...» ἢ «κυρ ἀστυνόμε μὴν βαρᾶς ἀφοῦ καλὰ τὸ ξέρεις πὼς ἡ δουλειά μας εἶν' αὐτὴ καὶ ρέφα μὴν γυρεύεις...» (ἀπὸ τοὺς Λαχανάδες τοῦ Βαγγέλη Παπάζογλου).
Ἑτέρα ἄποψις γλωσσικῆς αἰτιολογήσεως τῆς λέξεως Ρεμπέτης εἶναι ὅτι προέρχεται ἐκ τοῦ ρήματος ρέμβομαι, τὸ ὁποῖο σημαίνει στρέφομαι κυκλικῶς, περιστρέφομαι, περιφέρομαι, περιπλανῶμαι καὶ ἐξ’ αὐτοῦ παράγωγον ὁ ρόμβος τὸ ξύλινον κωνικὸ παιδικὸ παίγνιο, τὸ κοινῶς καλούμενο «σβούρα», ἕτερον δὲ παράγωγον ἡ ρέμβη ἤτοι ἡ διὰ στοχασμοῦ περιπλάνησις. Ἐκ τῶν προαναφερθέντων λοιπὸν συμπερασματικῶς ἐξάγεται ὅτι οἱ Ρεμπέτες ἢ Ρεμβέτες ἦσαν στοχασταὶ τῶν ὑψηλῶν καὶ ὄχι τῶν χαμαιζήλων. Ἐχόρευαν δὲ ἀποστρέφοντες τὸ πρόσωπόν των, δηλαδὴ προσέβλεπαν κάτω, διότι ἀτένιζον τὸ μέλλον των, τὸ ὁποῖο ὅπως κάθε ἀνθρώπου εἶναι τὸ χῶμα, ἡ γῆ.
Τέλος, πιστεύομεν ἀφ' ἑνὸς εἰς τὴν συνοχὴν τῆς καθόλου Ἑλληνικῆς μουσικῆς, ἀφ' ἑτέρου ὅμως φοβούμεθα, ὅτι θὰ χρειασθοῦν προσεκτικαὶ ἐπὶ πολλὰ ἔτη, μελέται παράλληλοι καὶ ἐπὶ διαφόρων ἐπιπέδων προκειμένου νὰ ἀποδειχθῇ αὐτὸ τὸ ὁποῖο σήμερον εἶναι ἐπιθυμία, διαίσθησις, ἢ γνώμη ὄχι ἐντελῶς ἀποσαφηνισμένη. Ἡ Μουσικὴ τῶν Ἑλληνορθοδόξων φωνητικὴ καὶ ὀργανικὴ εἶναι ἐπιβεβλημένο νὰ διδάσκεται ὑπὸ Ἑλλήνων μουσικῶν ἐγκρατῶν τῆς Ἐθνικῆς Μουσικῆς καὶ τῶν Ἐθνικῶν παραδόσεων καὶ ὄχι ὑπὸ ἀλλοεθνῶν ἢ Ἑλληνοευρωπαίων τῇ συνοδείᾳ κλειδοκυμβάλων καὶ ἁρμονίων.
Ἡ ἁρμονικὴ συνύπαρξις Βυζαντινῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς καὶ Δημοτικοῦ τραγουδιοῦ εἶναι Ἐθνικὴ ζύμη ἱκανὴ νὰ ζυμώσῃ τὸ φύραμα τῆς Ἑλληνικῆς νεολαίας, ἡ ὁποία καὶ τὴν ἔνδοξον Ἑλληνικὴν Πολιτισμικὴν συνέχειαν θὰ διατηρήσῃ καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς διὰ τῆς μουσικῆς Ἔθνη θὰ καταυγάζῃ καὶ βήματα πορείας τοῦ καθόλου ἀνθρώπου πρὸς τὴν θέωσίν του εἰς ὑπερβατὴν διάστασιν.
Ἤγγικεν λοιπὸν καιρὸς Ἔθνος καὶ Ἐκκλησία νὰ παύσωμεν τὸν ὕπνον τῆς ἀφιλομουσίας καὶ νὰ δώσωμεν τὸν ὑπὲρ τῆς μουσικῆς παραδόσεώς μας ἀγῶνα. Βεβαίως ἂς μὴν εἴμεθα αἰθεροβάμονες, ὅτι θὰ λείψουν τὰ προσκόμματα καὶ αἱ πέτραι τοῦ σκανδάλου νὰ παρεμβάλλονται εἰς τὴν πορείαν μας, ὅμως ἂς μὴν μικροψυχοῦμεν, διότι τὰ προσκόμματα καὶ αἱ πέτραι μετακινοῦνται διὰ τῆς Θείας συναντιλήψεως.
|